συγκατασημαίνω

συγκατασημαίνω
Α
γνωστοποιώ συγχρόνως («ὁ πατέρας εἶναι λέγων τὸν θεὸν συγκατεσήμηνεν αὐτῷ καὶ τὸν υἱόν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατασημαίνω «υποδηλώνω, συμβολίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”